ΠΥΡΓΟΣ ΦΟΡΤΟΥΝΑ (Εργασία του μαθητή Παλιαρούτη Στέφανου)
Αρχοντικό Φουρτούνα
Το πυργόσπιτο Φουρτούνα είναι πύργος χτισμένος το 1770 με αρχικό ιδιοκτήτη τον Γεώργιο Κουμπουρέλο. Στο σπίτι του Γεώργιου Κουμπουρέλου είχε την έδρα της η «ΕφορείαΤρικέρων», τμήμα της Φιλικής Εταιρείας. Επιβλητικό τριώροφο οικοδόμημα, που έχει χαρακτηριστεί διατηρητέο μνημείο και βλέπουμε όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που αναφέραμε παραπάνω
( φουρούσια, λιθανάγλυφα και ένα ηλιακό ρολόι πάνω από την είσοδο στο ύψος του δευτέρου ορόφου ).
Ο τωρινός του ιδιοκτήτης είναι ο κ. Νικόλαος Φουρτούνας. Πρώην αξιωματικός του Λιμενικού Σώματος υπηρέτησε σε Περιφερειακές και Επιτελικές Υπηρεσίες του Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας. Μετά την αποστρατεία του εκλέχθηκε πρόεδρος Τρικερίου στις εκλογές του 1994. Επανεξελέγη στο ίδιο αξίωμα για τέσσερις ακόμα συνεχόμενες εκλογικές αναμετρήσεις. Το 2010 εκλέχτηκε Δήμαρχος στον νέο Καλλικρατικό Δήμο Νοτίου Πηλίου και το 2014 κατέκτησε την ίδια θέση για δεύτερη φορά.
Στο σπίτι μας περίμενε η κα. Μαργαρίτα, σύζυγος του κου. Φουρτούνα.
Περνώντας τη μεγάλη αυλόπορτα, ήρθαμε αντιμέτωποι με τον επιβλητικό όγκο του οικοδομήματος και το προεξέχον τμήμα του τρίτου ορόφου να κρέμεται πάνω από τα κεφάλια μας.
Σε αντίθεση με τον όγκο του κτιρίου έρχεται η κεντρική είσοδος. Πολύ κοντή και στενή μας αναγκάζει να σκύψουμε και να περάσουμε προσεκτικά. Από χοντρό ξύλο φτιαγμένη που πέτρωσε από τα πολλά χρόνια κι απέκτησε σκληρότητα ίδια μ’ αυτή του σίδερου.
Από μέσα ασφαλίζει με μεγάλη «κλειδωνιά» και τους «καταράκτες» , δυο μεγάλες ξύλινες αμπάρες οι οποίες όταν μπαίνουν στη θέση τους κάνουν την πόρτα ένα με τον τοίχο.
Στο πάνω μέρος της υπάρχει ακόμα το καταπίδι. Είναι ένας ξύλινος μηχανισμός που ασφαλίζει την πόρτα όταν ο ένοικος του σπιτιού βγει έξω. Επιστρέφοντας ο μηχανισμός αυτός άνοιγε τραβώντας ένα σχοινί που βρισκόταν στην εξωτερική πλευρά του τοίχου.
Περνώντας στο ισόγειο του σπιτιού, το κατώι, ο χρόνος γυρίζει πίσω. Το μεράκι των ιδιοκτητών και η αγάπη για τον τόπο τους έχει διατηρήσει αναλλοίωτο τον χαρακτήρα του σπιτιού. Κυριαρχεί το ξύλο παντού, στο ταβάνι, στη σκάλα, στις πόρτες που οδηγούν σε κάποιους εσωτερικούς χώρους που έχουν διαμορφωθεί έτσι ώστε να εξυπηρετούν τις σύγχρονες ανάγκες των ενοίκων. Στους τοίχους κρέμονται αυθεντικά παλιά κεντήματα ,άλλα διακοσμητικά και ,άλλα χρηστικά, μιας άλλης εποχής. Επίσης φωτογραφίες. Πολλές φωτογραφίες, παλιές, ξεθωριασμένες, με τις Τρικεριώτισσες να χορεύουν σε κάποιο πανηγύρι στην πλατεία του χωριού. Άλλες πάλι σύγχρονες οικογενειακές.
Τα μικρά καγκελλόφρακτα παράθυρα ,που παρατηρήσαμε απ’ έξω τώρα δίνουν μια διαφορετική αίσθηση καθώς είναι χτισμένα ώστε να φαρδαίνουν προς τα μέσα .Αφήνουν να περάσει έτσι περισσότερο φως και σχηματίζουν ένα εσωτερικό πρεβάζι , σε σχήμα τραπεζίου , που το στολίζει η αγάπη για τη θάλασσα.
Ανεβαίνουμε στον δεύτερο όροφο από την παλιά ξύλινη σκάλα.
Ο χώρος, με το μεράκι των ιδιοκτητών, έχει μετατραπεί σε ένα λαογραφικό μουσείο παγιδεύοντας στιγμές του παρελθόντος. Πλήθος αντικειμένων , της καθημερινότητας άλλων εποχών, βρίσκεται κρεμασμένο στους τοίχους ή τοποθετημένα επιμελώς σε διάφορες προθήκες .
Πιστόλες και γιαταγάνια, όργανα ναυσιπλοΐας , σκάφανδρα σφουγγαράδων, μια παραδοσιακή φορεσιά Τρικεριώτισας. Ένας καταιγισμός εικόνων και αντικειμένων που απαιτεί από εμάς λίγο χρόνο ώστε να συνειδητοποιήσουμε όσα βλέπαμε και όσα μας εξηγούσε η οικοδέσποινα κατά την ξενάγηση.
Ένα μεγάλο ράφι περιτριγυρίζει όλο το δωμάτιο. Ήταν ο χώρος έκθεσης όλων των αντικειμένων και δώρων που έφερναν οι καπεταναίοι από τα ταξίδια τους. Η μια του πλευρά είναι γεμάτη από εικόνες αγίων , παλιές και σύγχρονες. Τραβούν το βλέμμα και το οδηγούν στο μεγάλο κρεμαστό καντήλι μπροστά από την εικόνα του Αι Γιώργη.
Εδώ μέσα είναι ο χώρος που έμενε η οικογένεια κατά τους χειμερινούς μήνες λόγω της μόνωσης που παρείχαν από πάνω κι από κάτω οι άλλοι δύο όροφοι του σπιτιού. Εδώ γίνονταν δεκτοί και οι επισκέπτες σε περιόδους που έλειπε ο νοικοκύρης από το σπίτι.. Το ταβάνι είναι όλο ξυλόγλυπτο με γεωμετρικά σχέδια και μοτίβα. Στο κέντρο του ακριβώς ένα άλλο , σεβαστού μεγέθους, οκταγωνικό ξυλόγλυπτο με τη φιγούρα ενός μουστακαλή στο κέντρο του. Είναι η φιγούρα του καπετάνιου, μας εξηγεί η κυρία Μαργαρίτα. Είναι το βλέμμα του καπετάνιου που επιτηρεί και προσέχει την οικογένειά του από μακριά.
Μια στενή ξύλινη σκάλα μας οδηγεί στο γ’ όροφο, στο “μουσαφίρ νοντά” . Χώρος υποδοχής καλεσμένων μόνο παρουσία του νοικοκύρη. Εδώ γινόταν και οι γιορτές για το καλωσόρισμα του καπετάνιου μετά την επιστροφή του από το μακροχρόνιο ταξίδι. Κι εδώ το ταβάνι είναι ξυλόγλυπτο , από εξειδικευμένους τεχνίτες , με ένα επίσης ίσο σε μέγεθος οκταγωνικό ξυλόγλυπτο με γεωμετρικό σχέδιο , να δεσπόζει στο κέντρο του.
Ο χώρος εδώ είναι πολύ διαφορετικός.
Ψηλά και φαρδιά παράθυρα αφήνουν το φως του ήλιου να φωτίσει άπλετα το μεγάλο δωμάτιο ενώ ψηλότερα απ’ αυτά ,μικρότερα παραθυράκια ,στολισμένα με ” βιτρό”, μπερδεύουν το φώς του ήλιου με τα δικά τους χρώματα δημιουργώντας μια παράξενη ατμόσφαιρα.
Κάτι που θα δεν θα είχε πέσει στην αντίληψή μας χωρίς την υπόδειξη της ξεναγού μας είναι η συγκεκριμένη γωνιά του σπιτιού στη διπλανή φωτογραφία . Πάνω από τη μικρή πόρτα ενός διπλανού δωματίου, ο οικοδομικός ρυθμός αλλάζει δημιουργώντας περίεργες καμπύλες γραμμές στην τοιχοποιία . Αυτά είναι αραβουργήματα τα οποία οι Τούρκοι υποχρέωναν τους Τρικεριώτες να συμπεριλαμβάνουν στον εσωτερικό διάκοσμο του σπιτιού τους σαν ένδειξη υποταγής.
Αυτή η παρέμβαση καθόλου βέβαια δεν ενόχλησε μιας και πολύ εύκολα θα μπορούσαν να το καλύψουν με έναν καθρέφτη ή έναν πίνακα. ! ! !
Ένα από αυτά, με υπογραφή των Ναυάρχων Ύδρας Ανδρέα Μιαούλη και Ψαρρών Νικόλή Αποστόλη και με ημερομηνία 20 Οκτωβρίου 1823, αναφέρεται στην συμμετοχή στον Αγώνα 4 δικάταρτων Τρικεριώτικων πλοίων των καπεταναίων Σταμάτη Λιάτσικα, Κωνσταντή Βρυνιώτη (μακρυνού προγόνου του σημερινού προέδρου), Κωνσταντή Γεωργίου και Δημητρίου Γιάννη.
Ένα άλλο σημαντικό ιστορικό χειρόγραφο φέρει την υπογραφή του Μίνιστρου (Υπουργού) του Πολέμου, Χριστοφόρου Περραιβού, με ημερομηνία 2 Αυγούστου 1823. Αφορά στον Τρικεριώτη Καπετάν Κωνσταντή Βρυνιώτη και στο «ιμπρίκι» τον Άγιος Νικόλαος. Παρακινεί όλους τους ομογενείς Έλληνες – θαλασσινούς και στεριανούς – καθώς και τους αλλοεθνής φιλέλληνες, όταν συναντούν (τον καπετάν Κωνσταντή και το τσούρμο του), «όχι μόνον να τους αφήνουν απείραχτους και ελεύθερους αλλά και να τους δίνουν και κάθε χείραν βοηθείας, επειδή είναι άξιοι της αγάπης και του ελέους, ωσάν οπού εστάθησαν οι μόνοι, οπού υπέφεραν εξόδων άπειρα, κόπους και κινδύνους υπέρ του κοινού του Έθνους συμφέροντος και της μερικής αυτών Πατρίδος».
Πήραμε ξανά τις σκάλες , κατεβήκαμε και βγήκαμε στην αυλή . Προσγειωθήκαμε στο παρόν μας. Ευχαριστήσαμε την ευγενέστατη ξεναγό μας, κα. Μαργαρίτα Φορτούνα , και αποχωρήσαμε με ανάμικτα συναισθήματα.
Ίσως κάτι ν’ αλλάξει και για τ’ άλλα πυργόσπιτα του Τρικερίου , στο πολύ κοντινό μέλλον , ώστε να σωθούν από την καταστροφή και την εξαφάνιση . Ίσως κάποιος συνειδητοποιήσει ότι η ιστορία που περιβάλλει αυτά τα οικοδομήματα είναι ένας πολύ σοβαρός λόγος για μια προσπάθεια διατήρησης και ανάδειξής τους.